- -άρα
- μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. -άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε -άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδέτερα, όπως καμάριον (καμάρι) < καμάρα, εσχάριον (σκαρί) < εσχάρα, παράλληλα με υποκοριστικά επίσης σε -άριον, τα οποία προέρχονταν από ον. αρσεν. σε -αρος. Έτσι δημιουργήθηκε ξεχωριστή υποκορ. κατάλ. -άριον, η οποία στους βυζαντινούς χρόνους πήρε τη μορφή -άρι(ν) (πρβλ. κοντάριν, κριάρι, λιοντάρι(ν) κ.ά.) χάνοντας βαθμηδόν την υποκοριστική της σημασία. Η ύπαρξη τέτοιων παράλληλων τύπων (καμάρι - καμάρια) δημιούργησε αργότερα το αίσθημα ότι οι τύποι σε -άρα αποτελούσαν μεγεθυντικά των αντίστοιχων τύπων σε -άρι. Έτσι δημιουργήθηκε ιδιαίτερα μεγεθυντική κατάλ. -άρα, η οποία αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό μεγεθυντικών θηλ. ονομ. από υποκοριστικά ουδ. σε -άριπρβλ. δοκάρι -δοκάρα, ζωνάρι -ζωνάρα, καρδάρι -καρδάρα, μουλάρι -μουλάρα, πιθάρι -πιθάρα, ποδάρι -ποδάρα, κ.ά. Σε νεώτερους χρόνους η κατάλ. -άρα απέκτησε μεγάλη παραγωγική ικανότητα και χρησιμεύει πλέον για τον σχηματισμό μεγεθυντικών και άπό άλλα ουσιαστικά. Πρβλ. άλογο -αλογάρα, αρκούδα - αρκουδάρα, βαρέλι ή βαρέλα - βαρελάρα, βροντή - βροντάρα, βροχή - βροχάρα, γλώσσα -γλωσσάρα, γυναίκα - γυναικάρα, καρπούζι - καρπουζάρα, κοπέλλα - κοπελλάρα, κορμί - κορμάρα, οικόπεδο - οικοπεδάρα, ομάδα - ομαδάρα, στομάχι - στομαχάρα, τρόμος - τρομάρα, φωνή - φωνάρα κ.ά. Με την ίδια κατάληξη σχηματίζονται και μεγεθυντικά κυρίων ονομάτων, ανδρών και γυναικών. Εδώ η μεγεθυντική σημασία δηλώνει είτε εξωτερικά γνωρίσματα (ύψος, όγκο του σώματος κ.λπ.) είτε τη συναισθηματική στάση του ομιλούντος: πρβλ. Ελένη - Ελενάρα, Καίτη - Καιτάρα, Παναγιώτα - Παναγιωτάρα, Μήτσος - Μητσάρα, Χρίστος - Χριστάρα κ.ά. Επαυξημένη μορφή της κατάλ. -άρα είναι η κατάλ. -μάρα*.
Dictionary of Greek. 2013.